- συναπαντήχνω
- Ν(στον Ερωτόκρ.) α) συναπαντώ, συντυχαίνω («σα δε συναπαντήξουσι τα μάτια να σμιχτούσι»)β) έρχομαι σε εχθρική συνάντηση, συγκρούομαι («συναπαντήχνουν τα θεριά, και τα κοντάρια πήγα / εις τον αέρα σα θεριά»).[ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. αντί συναπαντώ (πρβλ. απαντήχνω: απαντώ)].
Dictionary of Greek. 2013.